-
1 προ-τολμάω
προ-τολμάω, vor Andern oder mehr als Andere wagen; ἐν τῇ Κερκύρᾳ τὰ πολλὰ αὐτῶν προετολμήϑη, Thuc. 3, 84; u. Sp., τὰ προτετολμημένα, Hdn. 6, 7, 24.
-
2 προτολμαω
ранее отваживаться
1 προ-τολμάω
προ-τολμάω, vor Andern oder mehr als Andere wagen; ἐν τῇ Κερκύρᾳ τὰ πολλὰ αὐτῶν προετολμήϑη, Thuc. 3, 84; u. Sp., τὰ προτετολμημένα, Hdn. 6, 7, 24.
2 προτολμαω